Ἀνοιχτοὶ στὴν πνοὴ τοῦ Πνεύματος

, , No Comments
Γράφει  Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς
Ἐὰν οἱ ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας ἀποτελοῦν πνευματικὰ γεγονότα καὶ σταθμοὺς πνευματικοῦ ἀνεφοδιασμοῦ, πόσο μᾶλλον ἡ ἀλήθεια αὐτὴ ἰσχύει γιὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς. Ὅταν μάλιστα συνειδητοποιοῦμε μέσω τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ὅτι ἡ Σύναξις τῶν πιστῶν στὸ «Κυριακὸ Δεῖπνο», δὲν ἀποτελεῖ μιὰ πράξη ποὺ φέρει ἁπλῶς ἀναμνήσεις, ἀλλὰ οὐσιαστικὴ συμμετοχὴ στὰ γεγονότα, διὰ τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε γίνεται ἀπολύτως κατανοητὸ ὅτι οἱ διαστάσεις τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀποτελέσουν ἐμπόδιο στὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς καὶ τῆς οὐσιαστικῆς καὶ μονίμου παρουσίας τοῦ Παρακλήτου στὴ Σύναξη, ἀλλὰ καὶ στὴν καθημερινὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ.
 Βεβαίως, ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, περὶ τοῦ τρίτου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Παρακλήτου, ἀλλὰ καὶ τῶν κοινῶν ἐνεργειῶν τῶν Προσώπων, ποὺ ὀνομάζεται Ἄκτιστος Χάρις, εἶναι κάτι τὸ ἀπολύτως ἀποκαλυπτικὸ ποὺ δονεῖ τὴν ψυχὴ αὐτοῦ ποὺ θέλει νὰ καταστήσει τὴν ὕπαρξή του «ναὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Εἶναι δὲ ἀπολύτως ἀναγκαῖο, ὅταν ὑπάρχει δυνατότητα, νὰ μελετοῦμε τὶς θεμελιώδεις αὐτὲς ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας, ὅπως διαφυλάσσονται στὴν Ἐκκλησία, τόσο διὰ τοῦ λόγου τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅσο καὶ διὰ τῆς ἑρμηνείας τῶν φωτισμένων καὶ θεουμένων Ἁγίων, χάρις στοὺς ὁποίους γνωρίζουμε τὴν....
ἀσφαλῆ ὁδὸ τῆς ζωῆς τοῦ «Ἀκτιστοσυμπλαστουργοσυνθρόνου Πνεύματος».
 Οἱ γνώσεις δὲ τῆς ἀκριβοῦς δογματικῆς διδασκαλίας, καὶ μέσω τῆς ἱερᾶς ὑμνολογίας, θὰ βοηθήσει ὥστε νὰ ἀπαλλαγεῖ ὁ πιστὸς ἀπὸ τὸν ὑποκειμενισμὸ τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ποὺ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ πλάνες. Πλάνες ποὺ ξεκινοῦν ἀπὸ μιὰ ἄστοχη εὐσέβεια, ποὺ ἐν πολλοῖς ἐμπεριέχεται καὶ σὲ βιβλία ὅπως «Ἡ μίμησις τοῦ Χριστοῦ» τοῦ παπικοῦ Thomas a Kempis, ὅσο καὶ σὲ ὁμολογιακὲς καὶ κυρίως δογματικὲς ἀποκλίσεις, ὅπως εἶναι ὁ ἀθεολόγητος Οἰκουμενισμὸς καὶ ὁ φαιδρὸς διαθρησκειακὸς συγκρητισμός.
 Ἀλλὰ ἃς ἔχει δόξα ὁ Θεός, διότι οἱ ἐκδόσεις τῶν Πατερικῶν ἔργων, τὰ τελευταῖα ἔτη, ἀλλὰ καὶ ἰδίως οἱ σύγχρονοι ἅγιοι τς Ἐκκλησίας μας, ἔκαναν τὴν ἀπομυθοποίηση, πολλῶν προσώπων καὶ καταστάσεων. Πέταξαν τὴν «μόρφωσιν τῆς εὐσεβείας», καὶ ἔδειξαν καὶ στὴν δική μας τὴ γενιὰ «τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς Ἐκκλησίαις...» (Ἀποκ. Β' 11).
 Καὶ μὲ τὸν λόγο αὐτὸν τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως, βρεθήκαμε ἐνώπιόν το ζητουμένου. Τόσο οἱ πιστοὶ ἀκοῦμε, ὅσο καὶ ἡ Ἐκκλησία ὡς σύνολον, κατὰ τὸ ἀνθρώπινον, καὶ δεχόμαστε «τί τὸ Πνεῦμα λέγει».
 Ἐὰν φίλοι μου ἀρεσκόμαστε νὰ βλέπουμε τὰ γεγονότα καὶ τὶς καταστάσεις ἐπιφανειακῶς, τότε δὲ μπορεῖ νὰ τεθεῖ καν τὸ θέμα πρὸς συζήτηση καὶ διερεύνηση. Ἐὰν ὅμως θελήσουμε νὰ «ἀποφλοιώσουμε» τὴν πραγματικότητα, τότε εἴμαστε ὑποχρεωμένοι γιὰ τὰ καλὰ νὰ «ἀναθεωρήσουμε τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς ἠμῶν».
 Καὶ ἃς ἀρχίσουμε ἀπὸ τὰ «βαρύτερά το Νόμου». Ἔχουμε συνειδητοποιήσει ὡς τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, ναὶ μὲν ὅτι εἴμαστε ἐντός το κόσμου, ταυτοχρόνως ὅμως θὰ πρέπει μὲ τὸν τρόπο καὶ τὴν ἐν γένει νοοτροπία νὰ βρισκόμαστε ἐκτός το κόσμου; Νεώτερος ἅγιος εἶπε μιὰ συγκλονιστικὴ φράση: «Ὁ Θεὸς ἔθεσε τὴν Ἐκκλησία ἐντός το κόσμου, ὥστε νὰ καταστεῖ ὁ κόσμος Ἐκκλησία καὶ νὰ σωθεῖ, ὁ δὲ ἐχθρὸς προσπαθεῖ νὰ βάλει τὸν κόσμο μέσα στὴν Ἐκκλησία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐκκοσμικευθεῖ καὶ οἱ πιστοὶ νὰ χάσουν τὴν πορεία τους πρὸς τὸ καθ' ὁμοίωσιν».
 Φοβερὸς πράγματι ὁ λόγος, πλὴν ὅμως ἀληθινὸς γιὰ τὴν κάθε ἐποχή, πολὺ ὅμως περισσότερο γιὰ τὴν δική μας. Τὴν δική μας ποὺ βλέπουμε τὸ κοσμικὸ φρόνημα νὰ ἔχει ἐπηρεάσει κλῆρο καὶ λαὸ σὲ ἀπίστευτο βαθμό. Ὑπάρχουν δὲ καὶ περιπτώσεις, ὄχι ὀλίγες, ποὺ οἱ ποιμένες καταντοῦν οὐραγοί των ἐξελίξεων καὶ σπεύδουν ἀγχωτικῶς νὰ προσαρμοστοῦν, ὄχι τόσο γιὰ «ποιμαντικὴ ἀνάγκη», ἀλλὰ διότι δὲν ἀντέχουν τὴν «ρετσινιὰ» τοῦ κόσμου, ὅτι δῆθεν ἡ νοοτροπία τῆς Ἐκκλησίας παραπέμπει σὲ παρωχημένες ἐποχές. Ἔτσι φθάνουμε ὥστε ἀκόμα καὶ τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, νὰ καταντᾶ μιὰ ἁπλὴ συζήτηση ἢ ὁ πνευματικὸς νὰ ἀντιμετωπίζεται ὡς ἕνας «ψυχολόγος» ποὺ κλείνει ραντεβοὺ γιὰ «προσωπικὴ συνεδρία» καὶ γιὰ ἁπλὴ ἀντιμετώπιση διαφόρων καταστάσεων. Ἔτσι ὅμως, μὲ τὴ νοοτροπία αὐτή σε ὅλους τους τομεῖς, ποὺ δὲν ἀφήνει περιθώρια γιὰ ἀγώνα καὶ γιὰ ἄσκηση, γιὰ «μαρτύριον συνειδήσεως» καὶ ἐπίσκεψη τῆς Χάριτος, ἐπέρχεται οὐσιαστικὴ ἀλλοίωση στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὸ Ὀρθόδοξο βίωμα.
Τελικῶς μήπως χάνουμε τὸ ἀντικειμενικὸ κριτήριο στὴν ποιμαντικὴ διάσταση, ποὺ εἶναι ὄχι ἡ ποσότητα, ἀλλὰ ἡ ποιότητα τῶν πιστῶν, καὶ ποὺ ὡς ἀποτέλεσμα χάριτος θὰ φέρει στὴν συνέχεια καὶ τὴν ποσότητα στὴν ὀρθή, ἐννοεῖται, βάση τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ;
Μήπως ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ θὰ πρέπει νὰ προσέξουμε πιὸ σοβαρά το κατάντημα τοῦ παπισμοῦ καὶ τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως τοῦ κατακερματισμένου προτεσταντισμοῦ;
Μήπως οἱ ποιμένες ὅλων των βαθμίδων καὶ πνευματικῶν ἐπιπέδων, χρειάζεται νὰ ἐνσκύψουμε ἐν ταπεινώσει, μετὰ φόβου Θεοῦ καὶ μετὰ μεγίστης τς προσοχῆς, ὥστε καὶ πάλι νὰ μελετήσουμε σὲ ὀρθὲς βάσεις καὶ μὲ τὴν χειραγωγία τῶν ἁγίων τὴν σωστὴ ποιμαντικὴ καὶ ἁγιαστικὴ μεθοδολογία, τόσο γιὰ τοὺς «ἐντός τς παρεμβολῆς», ὅσο καὶ γιὰ τὶς ψυχὲς ἐκεῖνες ποῦ βρίσκονται ἐκτός το Σώματος, ἀλλὰ διακαῶς διψοῦν τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν»;
 Καὶ στὴν παράγραφο αὐτὴ ἃς προσθέσουμε ὅτι ἡ ζωὴ ὅλων των μελῶν τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀνάγκη νὰ διέπεται ἀπὸ κανόνες καὶ νόμους πνευματικούς. Νόμους πνευματικοὺς οἱ ὁποῖοι θὰ ἀποπνέουν «ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικήν», καὶ οἱ ποιμένες θὰ διατρανώνουν κυρίως προσευχητικῶς «γλωττήματα πυρός». Ἐπιπλέον δὲ θὰ ἔκαμε σὲ ὅλους μας καλό, ἰδιαιτέρως σὲ ὅσους ἔχουν ταχθεῖ νὰ εἶναι πρόμαχοι τῆς πίστεως καὶ νὰ προασπίζονται τὸ δόγμα καὶ τὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἐφαρμόζουν τὸν λόγο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διὰ τοῦ Απ. Παύλου: «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε... καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἀπτεσθε... καὶ ἔσομαι ὑμὶν εἰς πατέρα καὶ ὑμεῖς ἔσεσθε μοὶ εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Β' Κορ. ΣΤ' 17-18).
 Ἀλλὰ ἃς περάσουμε νὰ δοῦμε καὶ μιὰ ἄλλη παράγραφο, διότι ἐὰν ὄντως εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς «πυριπνόου δρόσου», θὰ πρέπει νὰ ἀντιλαμβανόμαστε τὶς καταστάσεις ποὺ ἔρχονται, πρὶν αὐτὲς μας αἰφνιδιάσουν.
 Δυστυχῶς, σὲ πολλές των περιπτώσεων καὶ ἐπὶ σειρὰ δεκαετιῶν, ἡ Ἐκκλησία, δηλ. οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὴ οἱ ποιμένες, εἶχαν παρεξηγήσει γιὰ τὰ καλὰ τὴ συνδρομὴ τῆς πολιτείας. Φαντάζονταν δηλ. ὅτι ἡ πολιτεία συνεχῶς, ἀδιαταράκτως καὶ ἀδιασπάστως θὰ ἀποτελεῖ τὸ δεκανίκι καὶ τὸν ἐπιχορηγό τς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ναὶ μὲν τὸ κράτος τὸ Ἑλληνικό, ὡς γνωστόν, χρωστᾶ πάρα πολλὰ στὴν Ἐκκλησία. Πραγματικότητα μεγάλη φίλοι μου, ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν στὰ ὅρια ἑνὸς σημειώματος νὰ ἐξαντλήσουμε τὸ θέμα σὲ ὅλες του τὶς πτυχές. Τόσο τὶς θετικὲς ποὺ εἶναι ἡ σοβαρὴ ἐξωτερικὴ βοήθεια τῆς πολιτείας πρὸς τὴν Ἐκκλησία, ὅσο καὶ οἱ ἀρνητικές, ποὺ ἀκριβῶς λόγω αὐτῆς τῆς συνδρομῆς, ἡ πολιτεία θέλει τὴν Ἐκκλησία θεραπαινίδα στὰ δικά της, ἐν πολλοῖς σκοτεινὰ σχέδια. Καὶ ἐδῶ γιὰ ὅσους γνωρίζουν τὰ πράγματα, ὑφίστανται σελίδες αὐτῆς τῆς συνεργασίας, ὄχι ἁπλῶς μελανές, ἀλλὰ ἄθλιες ἕως καὶ προδοτικές. Φαίνεται ὅμως πὼς αὐτὸ τὸ «σφιχταγκάλιασμα» βαίνει πρὸς τὸ τέλος του. Δὲν ἔχει σημασία τὸ ποιὸς πρῶτος θὰ ζητήσει τὸ «βελούδινο» ἢ ἄλλως «συναινετικὸ» διαζύγιον. Σημασία ἔχει πὼς ἡ Ἐκκλησία θὰ πρέπει νὰ συνηθίσει στὴν ἰδέα ὅτι πλέον ὄχι ὁ κρατικὸς κορβανάς, ὁ χωροφύλακας καὶ γενικῶς ὁ νόμος τοῦ Καίσαρος θὰ τὴν καλύπτουν, «ὅπως ἕως σήμερα», ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἴδια χρειάζεται τώρα νὰ σταθεῖ στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων ποὺ ἐπιζητοῦν οἱ καιροί, ξεκινώντας ἀπὸ τὸ ποία πρόσωπα ἐντάσσονται στὸν ἱερὸ κλῆρο.
 Γιὰ ὅσους βιώνουν τὴν Εὐαγγελικὴ Ἀλήθεια καὶ γνωρίζουν πὼς «τὸ Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ», τέτοιες ἐξωτερικὲς ἀλλαγές, ἀναγκαῖες θὰ λέγαμε ὁρισμένες φορές, καὶ αὐτὸ γιὰ νὰ ἀφυπνισθοῦν οἱ ὑπὸ «μαδραγόραν τελοῦντες» ποιμένες καὶ ποίμνιον, ἀνοίγουν νέους ὁρίζοντες καὶ προσφέρουν νέες εὐκαιρίες πρὸς κάθαρση καὶ ταυτοχρόνως πρὸς ἐπανευαγγελισμὸ τῶν ἤδη πιστῶν καὶ εὐαγγελισμὸ «εἰς πάντα τα ἔθνη».
 Ἂν καὶ κινδυνεύουμε νὰ περάσουμε στὰ ὅρια τῆς κοινοτυπίας, θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε πὼς τὸ σύνολο τῶν πιστῶν, ὄχι μόνο δὲν τὸ ἀγγίζουν σήμερα οἱ ἀκραῖοι καὶ ἄνευ πνευματικοῦ περιεχομένου «βαρύγδουποι βυζαντινισμοὶ» καὶ τὰ δῆθεν προνόμια ποὺ ἐπισυνδέονται καὶ μὲ ἕνα  ξηρὸ πρωτόκολλο, μὰ καὶ αὐτοὶ οἱ «κοσμικοὶ» ἄνθρωποι, καὶ ὅταν ἀκόμα δὲν «θρησκεύουν», αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη ἐντός τς Ἐκκλησίας νὰ συναντήσουν κάτι τὸ ὁποῖο θὰ εἶναι ἀνώτερο, ἁγνότερο καὶ ἁγιότερο ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους.
 Δὲν ἔχουμε, λοιπόν, γιὰ ὅλα αὐτὰ μὰ καὶ γιὰ ἄλλα περισσότερα νὰ ἀνοίξουμε τὰ ὦτα μας στὸ «τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς Ἐκκλησίαις».
 Δὲν ἔχει ἡ ποιμαίνουσα Ἐκκλησία, παρὰ νὰ ἀντιληφθεῖ τὰ «σημεῖα τῶν καιρῶν», ν' ἀδράξει τὴν εὐκαιρία καὶ ἐπιτέλους νὰ ἀνοίξει τὰ ἕως τώρα μαζεμένα ἱστία στὴν πνοὴ τοῦ Πνεύματος.
 Εἴθε αὐτὴ ἡ αὔρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ κολπώνει τὰ πανιὰ καὶ τὸ σκάφος νὰ πλέει στὴν ρότα τῆς σωτηρίας.
 Ἀμήν.
 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου