Κυριακή Β΄ Λουκά – Πῶς πρέπει νὰ ζοῦμε; (+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)

, , No Comments
Πῶς πρέπει νὰ ζοῦμε;
 
«Εἶπεν ὁ Κύριος· Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» (Λουκ. 6,31)
 
(Ομιλία του †Επισκόπου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)
 
Υπάρχουν, ἀγαπητοί μου, ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ κατηγοροῦν συνεχῶς. Καὶ τί λένε; Μία ἀπὸ τὶς κατηγορίες εἶνε, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀνταποκρίνεται στὶς ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν, εἶνε ξένη στὶς ταλαιπωρίες τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου· ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο ἐνδιαφέρεται μόνο γιὰ τὴν πέραν τοῦ τάφου ζωὴ καὶ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν παροῦσα· ὅτι μὲ τὰ κηρύγματα περὶ παραδείσου καὶ κολάσεως στρέφει τὸ νοῦ στὸ μεταφυσικὸ κόσμο καὶ ὑπνωτίζει τὸ λαό, ποὺ πέφτει θῦμα διαφόρων ἐκμεταλλευτῶν. Τί ἔχουμε ν᾿ ἀπαντήσουμε;

Ἀπαντοῦμε. Ἡ Ἐκκλησία δὲ θὰ παύσῃ νὰ κηρύττῃ, ὅτι πέραν τοῦ τάφου ὑπάρχει ζωή, αἰώνιος ζωή, κι ὅτι ἡ παροῦσα ζωὴ ἐν συγκρίσει μὲ τὴν αἰωνιότητα εἶνε μία σταγόνα τοῦ ὠκεανοῦ. Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία δείχνει τὸν οὐρανὸ καὶ λέει ὅτι ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ἡ αἰωνιότης, ἐν τούτοις δὲν παύει νὰ ἐνδιαφέρεται καὶ γιὰ τὴν παροῦσα ζωή. Κηρύττει, ὅτι κανείς δὲν μπορεῖ νὰ εἰσέλθῃ στὴν αἰώνιο ζωή, ἂν δὲν ζήσῃ ἐδῶ, τὰ λίγα αὐτὰ χρόνια ποὺ τοῦ ὥρισε ὁ Μεγαλοδύναμος, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του τὸ ἅγιο. Ἡ ἐπίγειος ζωὴ δίνει τὸ εἰσιτήριο γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Γι᾿ αὐτὸ ἡ πίστις μας κηρύττει τὴν ἀξία τῆς παρούσης ζωῆς.
 
Ζῇς σὰν κτῆνος; τότε εἶνε κλειστὲς οἱ πύλες τοῦ παραδείσου· ὅπως λέει κάπου ὁ ποιητὴς Δάντης, δὲν μποροῦν νὰ εἰσέλθουν ἐκεῖ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν βορβορώδη τὴν ψυχή. Ἕνα χοῖρο δὲν τὸν βάζεις στὸ σαλόνι, καὶ στὸ παλάτι τοῦ Θεοῦ, τὸ σαλόνι τῆς αἰωνιότητος, δὲ μπορεῖ νὰ εἰσέλθῃ μία ψυχὴ κτηνώδης καὶ ἀκάθαρτη. Πρέπει νὰ ζῇς σὰν ἄνθρωπος. «Ἀλήθεια, χαριτωμένο πλάσμα ὁ ἄνθρωπος, ὅταν εἶνε ἄνθρωπος», ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας (Μένανδρος). Τὰ πόδια σου θὰ πατοῦν ἐδῶ στὴ γῆ, ἀλλὰ τὰ μάτια σου νὰ τά ᾿χῃς στραμμένα στὸν οὐρανό. Νὰ ζῇς ἀνεβαίνοντας διαρκῶς τὴν κλίμακα τῆς τελειοποιήσεως, τῆς θεώσεως, ὥστε νὰ γίνῃς υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Θεὸς κατὰ χάριν.
Ἡ πίστι μας λοιπὸν δὲν περιφρονεῖ τὴν ἐπίγειο ζωή. Γιὰ μᾶς ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶνε βάθρο τῆς αἰωνιότητος. Ἀπόδειξις ὅτι ὁ Χριστὸς δίνει μεγάλη σημασία στὴν ἐπίγειο ζωή, στὸ πῶς θὰ ζήσουμε, εἶνε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τί λέει;
 
Τὸ εὐαγγέλιο θεσπίζει ἕνα νόμο, ποὺ ῥυθμίζει τὶς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους. Εἶνε νόμος ἄριστος. Δὲ μοιάζει μὲ τοὺς ἐλλιπεῖς νόμους τῶν κοινοβουλίων τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ μοιάζουν μὲ φάμπρικες. Ὅπως ὁ φοῦρνος βγάζει καρβέλια, ἔτσι τὰ κοινοβούλια τῶν κρατῶν βγάζουν νόμους. Ἀφ᾿ ὅτου ἐμεῖς γίναμε ἐλεύθερο κράτος, ἔχουμε βγάλει ―γιά μετρῆστε― 20.000 νόμους! ὑπὸ συνταγματικὴν βασιλείαν, ὑπὸ δημοκρατίαν, ὑπὸ δικτατορίαν, ὑπὸ ὀχλοκρατίαν… Χιλιάδες νόμοι, μὲ ἄρθρα, μὲ παραγράφους, μὲ διατάξεις. Νόμοι στρυφνοί, ποὺ σπᾶνε τὰ κεφάλια τους νομικοὶ καὶ ἀρεοπαγῖτες γιὰ νὰ τοὺς δώσουν κάποια ἑρμηνεία.
 
Νόμοι ἀτελεῖς. Ἀλλὰ ὁ νόμος τοῦ Κυρίου; Τέλειος. Καὶ ἁπλός· μόνο δώδεκα λέξεις! Καὶ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ ζυγίσουμε τὴν ἀξία τους. Εἶνε ὁ νόμος ποὺ λύνει ὅλα τὰ προβλήματα. Ἀκοῦστε τὶς δώδεκα λέξεις του· «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» (Λουκ. 6,31). Ὦ ἄνθρωποι, λέει, ὅπως θέλετε νὰ συμπεριφέρωνται οἱ ἄλλοι σ᾿ ἐσᾶς, ἔτσι νὰ συμπεριφέρεστε κ᾿ ἐσεῖς σ᾿ αὐτούς. Ὑπάρχει νόμος ἁπλούστερος καὶ εὐκολώτερος; Τὸν καταλαβαίνουν καὶ οἱ πιὸ ἀγράμματοι.
 
Ἂν καὶ εἶνε τόσο εὐκολονόητος, ἀναφέρω μερικὰ παραδείγματα, ποὺ δείχνουν ἀξία του.
Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, εἶνε διπλός, ψυχὴ καὶ σῶμα. Γι᾿ αὐτὸ ἔχει καὶ πνευματικὲς καὶ ὑλικὲς ἀνάγκες. Γιὰ νὰ ζήσῃ πάνω στὴ γῆ, χρειάζεται ὡρισμένα πράγματα. Είτε βασιλιᾶς εἶσαι είτε ἀσκητὴς είτε Διογένης μέσα στὸ πιθάρι σου, ἔχεις ἀνάγκες. Ποιές εἶν᾿ αὐτές;
Ἡ περιουσία. Ὅταν λέμε περιουσία, δὲν ἐννοοῦμε μεγάλα κεφάλαια, ἑταιρεῖες καὶ ἐπιχειρήσεις ἀπὸ ἀτιμίες καὶ κλεψιές. Ὄχι, τέτοια περιουσία δὲν εὐλογεῖ ὁ Χριστός. Εὐλογεῖ τὸ γεωργό, τὸ βοσκό, τὸν ἐργάτη, τὸν ὑπάλληλο, τὸ στρατιώτη, τὸν ἀξιωματικό…, κάθε ἐργασία ποὺ γίνεται μὲ ἱδρῶτα. Εὐλογεῖ τὶς μικρὲς τίμιες οἰκονομίες. Προτιμότερο φτωχὸς μὲ τὸ Χριστὸ παρὰ ἑκατομμυριοῦχος μὲ τὸ διάβολο. Ἀλλ᾿ ὅσο φτωχὸς καὶ νὰ εἶσαι, θὰ ἔχῃς μιὰ καλύβα, ἕνα ζευγάρι παπούτσια, ἕνα ροῦχο, μερικὰ χρήματα γιὰ τ᾿ ἀναγκαῖα. Καὶ σ᾿ ἐρωτᾷ τώρα ὁ Χριστός· Θέλεις ὁ ἄλλος νὰ κλέψῃ τὸ πορτοφόλι σου; νὰ σὲ ἀδικήσῃ; νὰ ἐργάζεσαι καὶ νὰ μὴ σὲ πληρώνῃ; Θέλεις νὰ πάῃ τὴ νύχτα στὸ κτῆμα σου καὶ νὰ ξεῤῥιζώσῃ τὰ δέντρα; νὰ βάλῃ φωτιὰ νὰ κάψῃ τὴν καλύβα σου; γενικὰ νὰ σὲ ζημιώσῃ; Δὲ θέλεις. Ὅπως λοιπὸν ἐσὺ δὲ θέλεις ὁ ἄλλος νὰ σὲ ζημιώσῃ στὴν περιουσία σου, ἔτσι κ᾿ ἐσὺ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀδικῇς καὶ νὰ ζημιώνῃς τὸν ἄλλο.
 
Ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ τὴν περιουσία εἶνε κάποιο ἄλλο ἀγαθό· εἶνε ἡ ζωή, ἡ ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ μᾶς ἐρωτᾷ ὁ Κύριος· Θέλεις ὁ ἄλλος νὰ νοθεύῃ τὸ γάλα ἢ ἄλλα τρόφιμα; Θέλεις στὸ φαγητό σου νὰ ῥίξῃ δηλητήριο; Θέλεις νὰ δημιουργῇ κλῖμα ἀνθυγιεινὸ εἰς βάρος σου; Θέλεις νὰ πάρῃ κλαδευτήρι, νὰ σοῦ κόψῃ τ᾿ αὐτὶ ἢ τὴ μύτη, νὰ σοῦ ξεῤῥιζώσῃ τὴ γλῶσσα, νὰ σὲ ἀκρωτηριάσῃ, νὰ μείνῃς ἀνάπηρος; Θέλεις νὰ πάρῃ πιστόλι νὰ σὲ σκοτώσῃ; Ὄχι ὄχι, ἀπαντοῦν ὅλοι ἀνεξαιρέτως. Ἔ λοιπόν, πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ «ὄχι» θεμελιώνεται ὁ νόμος τοῦ Χριστοῦ μας. Ὅπως ἐσὺ θέλεις ὁ ἄλλος νὰ σεβαστῇ τὴ ζωή σου, ἔτσι κ᾿ ἐσὺ νὰ σεβαστῇς τὴ ζωή του, ποὺ εἶνε ἡ βάσι τῆς ὑπάρξεως.
 
Τὸ ἕνα λοιπὸν εἶνε ἡ περιουσία, τὸ ἄλλο ἡ ζωή. Παραπάνω ὅμως κι ἀπὸ τὰ λεφτὰ κι ἀπὸ τὴ ζωὴ ―γιὰ μᾶς τοὐλάχιστον τοὺς Ἕλληνες― εἶνε, ἀγαπητοί μου, ἡ τιμή, ἡ ὑπόληψις τοῦ καθενὸς καὶ τῆς οἰκογενείας. Καὶ πάλι σ᾿ ἐρωτᾷ ὁ Κύριος· Θέλεις ὁ ἄλλος νὰ σὲ κατηγορῇ στὸ καφενεῖο καὶ νὰ σὲ διασύρῃ; Θέλεις νὰ πάρῃ ψεύτικο ὅρκο στὸ δικαστήριο καὶ νὰ σὲ παραστήσῃ ἔνοχο; Θέλεις νὰ εἶσαι ἐσὺ στὸ ἐξωτερικό, καὶ νὰ γράψῃ κάποιος στὴ γυναῖκα σου ὅτι ἀσωτεύεις; Θέλεις, τὴν ὥρα ποὺ εἶσαι στὴ δουλειά, νὰ τρυπώσῃ ὁ ἄλλος στὸ σπίτι σου σὰν τὸ φίδι καὶ νὰ ἀτιμάσῃ τὴ γυναῖκα σου, τὴν κόρη σου, τὴν ἀδερφή σου; Τὰ θέλεις αὐτά; Ὄχι ὄχι! ἀπαντᾷ ἡ ἁγνὴ ψυχὴ τοῦ Ἕλληνος, ποὺ πάντοτε ὑπεράνω τοῦ χρήματος καὶ αὐτῆς τῆς ζωῆς ἔθετε τὸ φιλότιμο, τὴν τιμὴ καὶ ὑπόληψι. Ὅπως λοιπὸν ἐσὺ δὲ θέλεις ὁ ἄλλος νὰ θίξῃ τὴν οἰκογενειακή σου τιμή, ἔτσι κ᾿ ἐσὺ μὴ θίξῃς τὴν τιμὴ καὶ ὑπόληψί του.
Αὐτὰ ποὺ είπαμε εἶνε, ἀγαπητοί μου, ἡ μία ὄψις τοῦ νομίσματος, ἡ ἀρνητικὴ πλευρά. Ὑπάρχει καὶ ἡ θετικὴ πλευρά. Ποιά δηλαδή; Ἐσύ, ὄχι μόνο δὲ θέλεις νὰ σοῦ κάνῃ ὁ ἄλλος κακό, ἀλλὰ θέλεις καὶ νὰ σοῦ κάνῃ καλό. Πεινᾷς; θέλεις νὰ σοῦ δώσῃ ψωμί. Διψᾷς; θέλεις νὰ σοῦ δώσῃ νερό. Εἶσαι γυμνός; θέλεις νὰ σοῦ δώσῃ ἕνα ροῦχο. Εἶσαι ἄρρωστος; θέλεις ὁ ἄλλος νὰ σὲ ἐπισκεφθῇ καὶ νὰ σοῦ δώσῃ φάρμακο. Πέθανε κάποιος δικός σου; θέλεις οἱ ἄλλοι νὰ ἔρθουν νὰ σὲ παρηγορήσουν. Ἔ λοιπόν· ὅπως στὶς δυσκολίες σου περιμένεις οἱ ἄλλοι νὰ σπεύδουν κοντά σου, ἔτσι κ᾿ ἐσὺ νὰ σπεύδῃς κοντά τους στὶς δυσκολίες τους.
Πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ νόμο ἂς στηρίξουμε τὶς σχέσεις μας μὲ ὅλους. Ὠνομάστηκε «χρυσοῦς κανών». Καὶ λένε, ὅτι ἕνας αὐτοκράτωρ τοῦ πρώτου αἰῶνος μετὰ Χριστόν, ἀπ᾿ ὅλους τοὺς νόμους ποὺ τοῦ ὑπέδειξαν οἱ σοφοί του, προέκρινε αὐτόν, τὸ νόμο τοῦ Χριστοῦ, καὶ διέταξε νὰ τὸν γράψουν σὲ πινακίδες παντοῦ· «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως».
 
Ἂν εἶχα δικαίωμα, θὰ πήγαινα στὰ Ἡνωμένα Ἔθνη, ποὺ δὲ βρίσκουν λύσεις καὶ τὰ προβλήματά τους ἔγιναν κουβάρι μπερδεμένο, καὶ πάνω ἀπὸ ᾿κεῖ ποὺ συνεδριάζουν θὰ ἔγραφα· «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Διότι αὐτὸ ἔχει ἐφαρμογὴ γιὰ ἄτομα, γιὰ οἰκογένειες, πολὺ δὲ περισσότερο γιὰ τὰ μικρὰ καὶ τὰ μεγάλα ἔθνη. Ἐὰν ἐφαρμοζόταν, τότε αὐτὴ ἡ γῆ θὰ γινόταν παράδεισος.
Καὶ ἔπειτα λένε, ὅτι τάχα τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἐπίγειο ζωή; Ὄχι. Τὸ Εὐαγγέλιο, ὅπως εἶπε κι ὁ Κοραῆς, εἶνε ἡ συνταγὴ τῆς ἐπιγείου καὶ οὐρανίου εὐτυχίας.
Θέλεις νὰ ζήσῃς εὐτυχής; Θέλει ἡ οἰκογένεια, ἡ κοινωνία, τὰ ἔθνη νὰ ζήσουν εὐτυχεῖς καὶ πάνω στὰ πλάτη καὶ μήκη τοῦ πλανήτου μας νὰ πετᾷ πάντοτε τὸ περιστέρι τῆς εἰρήνης; Αὐτὸ τὸ νόμο ἂς τηρήσουμε. Τότε εἰρήνη καὶ εὐτυχία θὰ βασιλεύῃ, πρὸς δόξαν τῆς Ἐκκλησίας, εἰρήνην τῆς ἀνθρωπότητος, καὶ εὐτυχίαν ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 2-10-1977 με άλλο τίτλο.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου