Γράφει ὁ Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα Κυριακῆς Β' Λουκᾶ (Λουκ. στ' 31-36 )
Πολὺς λόγος γίνεται τελευταία γιὰ τὰ ἀποτελέσματα ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει στὴν κοινωνία καὶ στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ἡ ἐφαρμογὴ διαφόρων θρησκειῶν. Καὶ τοῦτο διότι ἡ κάθε θεωρία ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὴν πράξη της καὶ κάθε πίστη ἀπὸ τὴν πρακτική της ἐφαρμογή. Ἀλλὰ τὸ τί θὰ ἐπακολουθήσει ὅταν κάποια θρησκευτικὰ συστήματα ἐκῶν ἄκων ἐφαρμοστοῦν, τοῦτο μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ μελετήσει στὸ πλαίσιο τῆς θρησκειολογίας καὶ πολὺ περισσότερο δύναται νὰ τὸ βλέπει στὴν καθημερινότητα ἀπὸ τὴν τρέχουσα κατάσταση σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Ἀπὸ περιστατικὰ δηλ. ποῦ κάνουν τὸν ἄνθρωπο εἴτε νὰ συγκινεῖται καὶ νὰ ἐνθουσιάζεται, ἕως καὶ περιστατικὰ καὶ μάλιστα εὑρισκόμενα σὲ ἁλματώδη ἐξέλιξη, τὰ ὁποῖα κάνουν τὸν κάθε ἄνθρωπο νὰ φρίττει, νὰ γεμίζει ἡ ὕπαρξις του φόβο καὶ νὰ μὴ θέλει νὰ σκέπτεται καν τὸ τί θὰ μποροῦσε νὰ συμβεῖ σὲ αὐτὸν τὸν ἴδιο καὶ στοὺς δικούς του ἐὰν μάλιστα ὡς ὀρθόδοξος χριστιανὸς βρεθεῖ μέσα σὲ κλίμα τυφλοῦ φανατισμοῦ. Φανατισμοῦ ποὺ σκορπίζει στὴν ἀτμόσφαιρα τὴν μυρωδιὰ τοῦ ἀνθρωπίνου αἵματος καὶ ὅλα βεβαίως αὐτὰ “πρὸς δόξαν” κάποιου θεοῦ καὶ πρὸς “ἀπόλαυσιν τοῦ παραδείσου”.
Ἀλλ' ἃς φύγουμε εὐθὺς ἀμέσως ἀπὸ τὴ ζοφερὴ ἀτμόσφαιρα ποὺ ποικιλοτρόπως εὐτελίζει καὶ ἐκμηδενίζει τὴν ἀνθρώπινη προσωπικότητα, καὶ ἃς περάσουμε σὲ χώρους φωτεινοὺς κι εὐλογημένους. Ἃς ἀνέλθουμε σὲ ὕψη ποὺ ἀποκαλύπτουν στὸν ἄνθρωπο τὴν συμπεριφορὰ ποὺ....
Βρισκόμαστε λοιπὸν μπροστὰ στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Β' Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ. Οἱ ἕξι αὐτοὶ στίχοι τοῦ ἕκτου κεφαλαίου, περιέχουν τέτοια καὶ τόση διδασκαλία οὐράνια ἀλλὰ καὶ καθαρῶς πρακτική, ὥστε ἐὰν οἱ κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων ἤθελαν νὰ τὴν ἐφαρμόσουν, ὄχι μόνο οἱ πόλεμοι καὶ τὰ μεγάλα κοινωνικὰ προβλήματα ποὺ μαστίζουν τὴν ἀνθρωπότητα δὲν θὰ ὑπῆρχαν, ἀλλὰ ἡ ζωή μας θὰ εἶχε μεταβληθεῖ σὲ πραγματικὸ παράδεισο.
“Θεωρίες”, θὰ ἰσχυριστοῦν κάποιοι. Ἢ ψεύτικες καὶ ἀνεκπλήρωτες ἐλπίδες, θὰ προλάβουν νὰ ποῦν οἱ ἀπαισιόδοξοι καὶ ἰδίως αὐτοὶ ποὺ παραμένουν ἄγευστοί της ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅμως, ὅσο κι ἂν κάποιοι τὸ ἀρνοῦνται, ἡ πραγματικότητα δείχνει ὅτι ἐκεῖ ποὺ οἱ ἄνθρωποι θέλησαν ἔστω καὶ περιορισμένα νὰ ἐφαρμόσουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ἡ κοινωνία ἄλλαξε ριζικά. Ὅπου μάλιστα ἐφαρμόστηκε ἡ ἄνευ ὅρων καὶ ὁρίων ἀγάπη, ἐκεῖ τα τέκνα τοῦ Θεοῦ, παρὰ τὶς ἀντίξοες συνθῆκες καὶ τὴν ἐχθρικὴ συμπεριφορὰ ποὺ ἀντιμετώπιζαν καὶ συνεχίζουν νὰ ἀντιμετωπίζουν, γνωρίζουν ὅτι ὁ μόνος δρόμος πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ὁ μόνος τρόπος εἰρηνεύσεως τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη, ποὺ σὲ τελευταία ἀνάλυση καλύπτει ὁλόκληρό το περιεχόμενο τῆς εὐαγγελικῆς ἀποκαλύψεως καὶ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸς δὲ εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τονίζει “ἀγάπατε τοὺς ἐχθροὺς ὑμών”!
Στὴ φράση αὐτὴ συνοψίζεται ὁλόκληρό το Εὐαγγέλιο καὶ ὁλόκληρη ἡ πνευματικὴ ζωή, ἀφοῦ στὸ “ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεὸν σοὺ” καὶ στὸ “ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν”, “ὅλος ὁ Νόμος καὶ οἱ Προφῆται κρέμανται” (Ματθ. κβ' 37-40).
Ἀλλὰ τὸ νὰ ἐπιχειρεῖ κανεὶς νὰ κάνει λόγο περὶ τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, τῆς ἀγάπης αὐτῆς ποὺ ἑδράζεται στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ ὑπερβαίνει κατὰ πολὺ τὶς δυνάμεις του, ὅσες πολλὲς κι ἂν εἶναι αὐτές. Τὴν ἀγάπη δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴν περιγράψει ὅσο μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ τὴ βιώσει. Καὶ εἶναι τόσο πολύπτυχη, ἀλλὰ καὶ κάποιες φορὲς κοστίζει τόσο πολὺ σὲ ἐκεῖνον ποὺ λιτανεύει τὸν σταυρό της, ὥστε χρειάζεται ἰδιαίτερη ἐνίσχυση ἀπὸ Αὐτὸν ποὺ ἐπάνω στὸ σταυρό Του μὲ ἀπέραντη ἀγάπη βαστάζει τὴν ἀγάπη ὅλων των εἰκόνων τοῦ Θεοῦ. Ὅλων των ἀνθρώπων, ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως καὶ αὐτῶν ποὺ θὰ σύρουν τὰ βήματά τους ἐπάνω στὴν αἱματοποτισμένη μᾶς γῆ στὰ τέλη τῶν αἰώνων.
Ὁπωσδήποτε φίλοι μου, αὐτοὶ ποὺ ἔζησαν τὸ θαῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, στὸν ὑψηλότερό της βαθμό, εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔδωσαν τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς τους γιὰ ν' ἀποδείξουν πρωτίστως στὸν ἐαυτόν τους ὅτι ἀγαποῦν τὸν Ἰησοῦ καὶ ὅτι ἐπιθυμοῦν νὰ βιώσουν τὶς ἐντολές του. Ἐὰν τώρα στρέψουμε τὸν ἡγεμόνα νοῦ σὲ ὅσα ἔχουν ἀποτυπώσει, ἂν δηλ. πάρουμε στὰ χέρια μᾶς τὶς περγαμηνὲς τῶν ἁγίων ποὺ ἀνοίγοντας τὲς σκορπίζουν ἀπὸ τὸ μύρο τῆς ἀγάπης, τότε θὰ γευθοῦμε καὶ θὰ διαπιστώσουμε ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρξει μεγαλύτερη δυστυχία ἀπὸ τὸ νὰ μὴ μπορεῖ (δηλ. νὰ μὴ θέλει) κάποιος ν' ἀγαπήσει τὸν “ἐχθρό” του.
Ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ προξενεῖ μεγάλη ἐντύπωση στὸ θέμα αὐτὸ εἶναι τὸ ἑξῆς: ὅσο περισσότερο κάποιος ἀνακαλύπτει τὰ μυστικὰ μονοπάτια τῆς ἐν Χριστῷ Ἀγάπης, τόσο καὶ περισσότερο συνειδητοποιεῖ τὸν λόγο τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου Παύλου ποὺ φλεγόταν ἀπὸ τὴ διπλὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς ὅλο τὸν κόσμο. “Μηδείς τὸ ἐαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἔκαστος” (Ἃ' Κορ. ἰ' 24). Δηλ. ἡ ἀγάπη μᾶς ὁδηγεῖ ὄχι στὸ νὰ ζητᾶ ὁ καθένας ὅ,τι τοῦ ἀρέσει ἢ ὅ,τι τὸν συμφέρει, ἀλλὰ ὁ καθένας ἃς ζητᾶ τὸ συμφέρον καὶ τὴν πνευματικὴ ὠφέλεια τοῦ ἄλλου. Ἐννοεῖται δὲ ὅτι ἡ πραγματικὴ εὐαγγελικὴ ἀγάπη οὐδὲ ἴχνος ἠθικῆς παρεκτροπῆς ἢ ρυπαρότητος ἐπιδέχεται. Ὅπως ὁ ὀφθαλμὸς εἶναι ἀδύνατον νὰ συγκρατήσει ἐπάνω στὸν φακό του καὶ τὴν μικροτέρα τρίχα, ἢ νὰ “συμβιβαστεὶ” μὲ τὸ πλέον μικρὸ στίγμα, ἔτσι καὶ περισσότερο εἶναι φύσει ἀδύνατον ὅταν γίνεται λόγος περὶ τῆς κρυσταλλίνης χριστιανικῆς ἀγάπης, νὰ ὑπονοεῖται ὅτι εἶναι δυνατὸν μέσα της νὰ σταθεῖ ἡ αἵρεσις τοῦ νικολαϊτισμοῦ καὶ ἡ δυσωδία οἱασδήποτε σαρκικῆς ἁμαρτίας. Πράγματα βεβαίως ποὺ εἶναι ἀπολύτως γνωστὰ καὶ ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ “τοῖς νοῦν ἔχουσιν”.
Ὅρος λοιπὸν ἀπαραίτητος γιὰ νὰ αἰσθανθεῖ κάποιος ὅτι βρίσκεται ἐντός τοῦ πλαισίου τῆς χάριτος καὶ ἀναγκαία προϋπόθεση ὥστε νὰ μᾶς ἀναγνωρίσει ὁ Ἰησοῦς ὡς δικούς Του, εἶναι τὸ ἐὰν ἡ ἀγάπη μᾶς ξεπερνᾶ τὴν οἰκογένειά μας, τοὺς συγγενεῖς μας, τοὺς φίλους μας καὶ τοὺς γνωστούς, τοὺς συμπατριῶτες μας, τοὺς ὅπου γῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μας καὶ ὄχι ἁπλῶς προσεγγίζει, ἀλλὰ φθάνει καὶ καλύπτει αὐτοὺς ποὺ ἀποδεδειγμένως ἢ ἁπλῶς στὴν φαντασία μᾶς εἶναι ἐχθροί μας. Ταυτοχρόνως δὲ ἃς ἔχουμε πάντοτε κατὰ νοῦ ὅτι ἡ πρόγευση ἢ μᾶλλον ἡ ἀρχὴ τῆς κολάσεως εἶναι τὸ μαρτύριο, ἡ μεγάλη ἀσθένεια καὶ ἡ μεγαλύτερη ποὺ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει διαστροφή, τὸ νὰ μὴν ἀφήνει κανεὶς τὴν πνοὴ τῆς ἀγάπης νὰ πνεύσει καὶ νὰ ζωογονήσει τὴν καρδιά του.
Ὅσο γι' αὐτοὺς ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ἀγαποῦν τόσο, ὅσο καὶ οἱ ἄλλοι τοὺς ἀγαποῦν, ἃς μάθουν ὅτι “τὸ νὰ σ' ἀγαποῦν εἶναι μεγάλο καλό. Ὅμως, τὸ ν' ἀγαπᾶς ἐσὺ τοὺς ἄλλους, αὐτὸ εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερο καὶ ἡ πραγματικὴ ποίηση καὶ ἡ ὀμορφιὰ τῆς ζωής”.
Τὸ τραγικὸ γιὰ ὅλους μας, φίλοι μου, εἶναι ὅτι ἀκόμα δὲν ἔχουμε ἐννοήσει ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ παγκόσμια γλώσσα. Ἡ γλώσσα ποὺ κατανοοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅλων των ἐποχῶν καὶ μάλιστα ὁ κωδικὸς ποὺ ἐπικοινωνεῖ ὁ ἐπίγειος μὲ τὸν οὐράνιο καὶ ἀγγελικὸ κόσμο.
Ἀλήθεια, πότε θὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν ἀξία της;
Μόνο τότε θὰ μπορέσουμε νὰ λύσουμε τὶς “διαφορές” μᾶς ἀνώδυνα καὶ ἀποτελεσματικά, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ὁ παράδεισος ἐπάνω στὴ γῆ.
Ὅλοι λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι, εἴτε τὸ συνειδητοποιοῦν εἴτε ὄχι, δὲν εἶναι παρὰ νοσταλγοὶ καὶ κυνηγοὶ τῆς ἀγάπης. Αὐτὸ δηλ. ποῦ λέει κάποια ψυχὴ τόσο ὄμορφα στοὺς παρακάτω στίχους:
“ Νὰ ΄τᾶν λίγη ἀγάπη νάχαμε,
νὰ τὴ νιώθαμε καμμιὰ φορᾶ,
λίγη μὲσ΄ στὰ χέρια νάχαμε
κι ἄλλη τόση μέσ' τὴν καρδιά”.
Καὶ κάτι ἀπὸ τὰ ὄμορφά τῆς ἑλληνικῆς μας γλώσσας: τὸ ρῆμα “ἀγαπὼ” ἀρχίζει ἀπὸ τὸ Α καὶ τελειώνει στὸ Ω!
Ἀγάπη λοιπόν, εὐαγγελικὴ ἀρχὴ καὶ τρισόλβιον τέλος, ἀφοῦ “ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί”.
Εἴθε νὰ μᾶς πάρει στὰ φτερά της καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσει μέσω τῶν ἀδελφῶν στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου