Κάποιος
ευλαβής από τούς χωρικούς, ονομαζόμενος Θεόδωρος Κουμπιανιός, έχων
ξεχωριστήν ευλάβειαν εις την αγιωτάτην και θαυμασιωτάτην Εικόνα, εκτός
από τάς άλλας
λειτουργίας και πανηγύρεις, όπου έκαμεν εις αυτό το Μοναστήριον, είχεν συνήθειαν και έπαιρνεν όλους του τούς συγγενείς και φίλους και επήγαιναν, ύστερα από την Κοίμησιν
της Θεοτόκου σαράντα ημέρας, όπου είναι η 24 Σεπτεμβρίου, και έκαμναν με ευλάβειαν λειτουργίαν και πανήγυριν εκεί. Και από τότε εσυνηθίσθη η εορτή αυτή να γίνεται και
εις όλην την νήσον.
Έτυχε, μετά καιρόν, και σφοδρώς ασθενήσας ο αυτός Θεόδωρος, εκατεστάθη παράλυτος, και κατέκοιτο εις τον κράββατον χρόνους πολλούς. Επειδή δε και αυτός κατά τον καιρόν,
διά την δεινήν αυτού ασθένειαν, δεν ηδύνατο να υπάγη εις την συνηθισμένην του εορτήν, έπεμπεν όμως πάντοτε τα παιδιά του και τούς συγγενείς του και έκαμε ευλαβώς την
πανήγυριν, με ελεημοσύνην πλουσιοπάροχον εις το Μοναστήριον. Η πίστις αυτού και η ευλάβεια δεν ωλιγόστευε ποτέ, μόνον και μακρόθεν από την κλίνην του μετά δακρύων
προσευχόμενος έλεγε:
—Κυρία μου Μυρτιδιώτισσα, ελέησον και εμένα τον αμαρτωλόν εσύ, όπου είσαι η βοήθεια των αβοηθήτων, η καταφυγή και επίσκεψις εκείνων όπου σε επικαλούνται, η σκέπη και η
προστασία εκείνων, όπου σε παρακαλούνε. Βοήθησον καμοί τω αμαρτωλω και αναξίω δούλω σου και αξίωσόν με της ποθούμενης υγείας, να έλθω σωματικώς καν τον ερχόμενον
χρόνον, πριν τελειώση η ζωή μου, να προσκυνήσω την αγίαν σου εικόνα.
Ταύτα και άλλα περισσότερα λόγια ευλαβείας έλεγε μετά δακρύων ο αυτός Θεόδωρος κάθε χρόνο. Και πάντοτε εδόξαζε και έκαμνε την εορτήν κατά την συνήθειαν.
Μετά δε χρόνους, πού ήτο παράλυτος, φθάνοντος του καιρού της συνηθισμένης εορτής, αφ’ ού έγινεν η χρειαζομένη ετοιμασία να κινήσουν όλοι, κράζει ο αυτός Θεόδωρος τα
παιδιά του και λέγει των κλαίων:
—Αδελφοί και τέκνα, φίλοι και συγγενείς, εγώ βλέπω τον εαυτόν μου εις αυτήν την πολυχρόνιον και πολύπονο παραλυσίαν και τρόπος ιατρείας δεν ευρίσκεται εις εμένα. Λοιπόν
παρακαλώ σας να ετοιμάσετε κράββατον, διά να με σηκώσετε να με πάρετε, καν με τους οφθαλμούς μου να ιδώ και να προσκυνήσω την αγίαν εικόνα της Κυρίας μου της
Μυρτιδιώτισσας. Ίσως κάμη ευσπλαγχνίαν εις εμένα τον άθλιον, καθώς κάμνει εις όλους, όπου την επικαλούνται.
Αυτοί δε ακούσαντες τέτοια λυπηρά λόγια πίστεως, ευλαβείας και κατανύξεως γέμοντα, ητοίμασαν τον κράββατον και τον επήραν υπό τεσσάρων αιρόμενον, και φέροντές τον εις
τον ναόν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών των Μυρτιδίων τον έθεσαν καθώς εζήτησεν έμπροσθεν της σεβασμίας Εικόνος.
Φθάσας εκεί, ευθύς σηκώσας τούς οφθαλμούς του προς την Θεοτόκον, ευλαβώς κλαίων έλεγε:
—Κυρία μου και Δέσποινα, βασίλισσα του ουρανού και της γής, εσύ είσαι η προφητευομένη Κόρη, πού εγέννησες τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον μονογενή Υιόν και λόγον
τού Θεού του ζώντος, και αειπάρθενος έμεινας και έλαβες τόσην χάριν, πού έγινες Μητέρα του Θεού του Υψίστου, τον οποίον κρατούσες ως βρέφος εις τάς αγκάλας σου, έχεις
τόσην εξουσίαν και το θέλειν και το δύνασθαι να δίδης κάθε χάριν, που σου ζητήσουν, ωσάν που έχεις εις τάς χειράς σου την αιτίαν πασών των χαρίτων. Εσύ, λοιπόν, όπου είσαι
η βοήθεια των αβοηθήτων, των ορφανών η προστασία, των ασθενών η ιατρεία, των θλιβομένων η παρηγορία, των κινδυνευόντων η σωτηρία, κάμε έλεος και εις εμένα. Μεσίτευσε
εις τον πολυεύσπλαγχνον μονογενή σου Υιόν, να ελεήση και εμένα τον αμαρτωλόν. Και καθώς πολλούς ασθενείς ιάτρευσε, πολλούς νεκρούς ανέστησε και παραλύτους ανώρθωσε
μόνον με τον θεϊκόν Του λόγον, όταν ήτο εις τον κόσμον, ούτω να κάμη και εις έμενα τον ταπεινόν. Σήμερον, όπου πανηγυρίζομεν οι αμαρτωλοί την τεσσαρακονθήμερον ενθύμησιν
της αγίας σου Κοιμήσεως, δείξε τα ελέη σου, δείξε την δυναστείαν σου εις έμενα, καθώς και εις άλλους, πολλούς έδειξες εις τοιαύτην αγίαν ημέραν. Πολλά γάρ ισχύει δέησις μητρός,
πρός ευμένειαν δεσπότου. Μή μου παρίδης τα δάκρυα. Μή μου παραβλέψης τούς στεναγμούς. Σπλαχνίσθητι το βάρος της μακράς μου ασθενείας, τούς μεγάλους και
ανυπομονήτους πόνους. Μή κωλύσωσι τα από νεότητός μου αμαρτήματα την άπειρον σου αγαθότητα, αλλά χάρισαί μοι την ζητούμενην και ποθουμένην υγείαν.
Οι συναθροισθέντες ακούοντες τέτοια παρακλητικά λόγια, όπου μετά δακρύων έλεγεν ο παράλυτος Θεόδωρος, έκλαυσαν και επαρακαλούσαν, διά την βοήθειάν του. Κατά την τάξιν
και ιερείς και λαϊκοί έψαλλαν την ακολουθίαν του εσπερινού και τα του όρθρου της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και ενώ έψαλλαν τον κανόνα εις τον όρθρον, εβγήκεν ένας από την
Εκκλησίαν, διά κάποιαν ανάγκην, και επιστρέφων μετά βίας εις εκείνους, οπού ήτον εις την Εκκλησίαν είπεν:
—Να ηξεύρετε, αδελφοί, πώς μου φάνηκε να ήκουσα πολλού λαού ταραχήν και θόρυβον προς το μέρος της θαλάσσης, ωσάν να έρχωνται προς τα εδώ.
Οι ακούσαντες εφοβήθησαν, επειδή το Μοναστήριον ευρίσκεται πλησίον εις την θάλασσαν, και συχνά επειράζετο από τούς κουρσάρους. Μάλιστα, από αυτόν τον δρόμον έβγαιναν
και έκαμναν πολλούς σκλάβους από τα περίγυρα χωρία. Εβγήκαν και άλλοι να βεβαιωθούν τα λεγόμενα, και γυρίζοντες είπαν και αυτοί τα όμοια, και ότι αυτή η ταραχή δεν είναι
άλλο, παρά βαρβάρων επιδρομή, όπου έρχονται να μας σκλαβώσουν.
Ακούσαντες οι υπόλοιποι έφυγαν όλοι, και άφησαν την ακολουθίαν και από τον φόβον άλλοι έπιασαν τα βουνά, άλλοι τον δρόμον, άλλοι εκρύφτηκαν εις τα κλαδιά. Επάσχισαν όλοι
να φυλαχθούν από τέτοιον κίνδυνον. Ήτο νύκτα ακόμη και δεν έβλεπαν τίποτε.
Ο παράλυτος Θεόδωρος, ωσάν όπου δεν ηδύνατο να φύγη εγκατελείφθη από όλους ως νεκρός εις την Εκκλησίαν και έστεκεν εκεί περίλυπος και καταφρονημένος, ωσάν να μη
είχεν ούτε τέκνα, ούτε άλλους συγγενείς, και κανείς δεν τού ωμίλησεν, αλλά εβιάζοντο ποιος να φύγη πρωτήτερα από τον άλλον. Δεν τού ανήγγειλαν την αιτίαν. Μόνον οπού ήκουσε
την σύγχυσιν της φυγής αυτών. Φοβούμενος και δειλιών, ωσάν απελπισμένος από κάθε ανθρωπίνην βοήθειαν, προσευχόμενος είπε μετά δακρύων μεγαλοφώνως:
—Ώ Παρθενομήτορ Μαρία, Θεοτόκε, Δέσποινα τού κόσμου και ελπίς εμού τού δυστυχισμένου, ιδού πάντες έφυγον, και εμέ μόνον αφήκαν και απέρριψάν με αβοήθητον. Διά τούτο
παρακαλώ την αγίαν σου χάριν να με βοηθήσης και να με σκεπάσης υπό την σκέπην των πτερύγων σου, διά να φύγω από τα άσπλαγχνα χέρια των αθέων βαρβάρων.
Ενώ δε ταύτα έλεγε μετά θερμών δακρύων, τού εφάνη ωσάν κάποιος να τού είπε:
—Σηκώσου και συ, Φεύγε. Και ούτως, ώ τού θαύματος! επέρασεν από την ενθύμησίν του, πώς δεν ήτο ασθενής και παράλυτος, και ολίγον σαλεύων από τον κράββατον, όπου
έκειτο, ήρχισε και έτρεχε, φεύγων και σπουδάζων να φθάση τούς άλλους, οπού έφυγαν και, μένων εξεστηκώς, ενόμιζεν, ότι έβλεπε όνειρον. Εις το διάστημα δε των γενομένων
έφθασεν η ημέρα. Και αυτός ο Θεόδωρος, μη βλέπων τινά ούτε από τούς βαρβάρους, οπού έλεγαν, ούτε από τούς Χριστιανούς, οπού ήλθαν εις την Εκκλησίαν, έστεκε με λογισμόν,
και γνωρίζων τον εαυτόν του υγιή, ωσάν να μη ειχέ ποτέ καμμίαν ασθένειαν περασμένην, κατενόησε τέλος πάντων και εγνώρισε την θαυμαστήν και απροσδόκητον βοήθειαν και
ιατρείαν, οπού η Δέσποινα και η Κυρία τού κόσμου έκαμνεν εις αυτόν και από την πολλήν χαράν οπού έλαβεν, ήρχισε και έλεγεν πολλήν ώραν τό:
—Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον. Δοξάζω σε Θεέ μου. Δοξάζω σε Παναγία μου. Δοξάζω, Δέσποινα μου, την ευσπλαχνίαν σου. Δοξάζω, Κυρία μου, την ελεημοσύνην μου, την
ευσπλαγνίαν σου. Δοξάζω, Κυρία μου, την ελεημοσύνην σου. Ευχαριστώ Μυρτιδιώτισσά μου χαριτωμένη, το όνομά σου το άγιον, εις την μεγάλην και υπερθαύμαστον βοήθειαν,
όπου εις εμένα τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλόν σου έδωκες, επειδή και γνωρίζω τον εαυτόν μου όλον υγιή, ο προ ολίγου ασθενής και παράλυτος.
Έπειτα εφώναζε τούς συγγενείς του, και έλεγε:
—Παιδιά μου, συγγενείς μου και φίλοι Χριστιανοί, έλατε να ευχαριστήσωμεν την Μυρτιδιώτισσαν, να δοξολογήσωμεν το αγιόν της όνομα, και μη φοβάσθε. Διότι εδώ δεν είναι εχθροί
βάρβαροι, όπως ενομίζατε. Μόνον να έλθετε να φρίξετε το εξαίσιον θαύμα, πού έκαμεν εις εμένα και να δοξάσωμεν την χάριν Της. Αυτοί δε ακούοντες τάς φωνάς από τον φόβον
τους, νομίζοντες ότι είναι από τούς εχθρούς πού φωνάζουν διά να τούς εξαπατήσουν, άλλοι με περισσότερον φόβον εκρύπτοντο εις τα βαθύτερα μέρη τού δάσους, και άλλοι
έφευγον τρέχοντες περισσότερον. Ο δέ Θεόδωρος μέ μεγαλυτέραν φωνήν έλεγεν:
—Έλατε, παιδιά μου.
Κράζων δε καθ’ ένα τ’ όνομά του έλεγεν:
—Εγώ είμαι ο πατέρας σας, πού ήμουνα παράλυτος, και η Κυρία μας με ιάτρευσε. Πλησιάστε, χωρίς φόβον, να ευχαριστήσωμεν την χάριν Της.
Ακούσαντες, λοιπόν τινές την φωνήν του, και γνωρίζοντές της και μη βλέποντες άλλο τινά, ειμή αυτόν μόνον, πλησιάζοντές τον, εγνώρισαν πώς είναι αυτός, ο πρώην παράλυτος.
Εφώναξαν, λοιπόν, ο ένας τον άλλον, και συνηθροίσθησαν άπαντες, και θεωρούντες αυτόν όλον γερόν και παντελώς υγιή, χωρίς κανένα σημάδι ασθενείας, έμειναν όλοι εκστατικοί
και έκραξαν το, «Κύριε ελέησον», και τον ηρώτησαν πώς ιατρεύθη. Ούτος δε διηγήθη καταλεπτώς τα πάντα ως άνωθεν.
Και λοιπόν γνωρίσαντες όλοι την φανεράν θαυματουργίαν της Θεομήτορος, εγύρισαν εις το Μοναστήριον μετ’ αυτού τού πρώην παραλύτου, σκιρτώντος και αγαλλομένου, και
έδωκαν δόξαν και ευχαριστίαν μετά χαράς μεγάλης εις την Υπεραγίαν, η Οποία, αν και αργή την βοήθειάν της, διά να ιδή την υπομονήν του παρακαλούντος, όμως δεν λησμονεί,
αλλ' εις ώραν, πού δεν ελπίζει τις, λαμβάνει την ποθουμένην υγείαν.
Αδύνατον είναι δε να φαντασθώμεν τα όσα έλεγεν ο ιατρευθείς παράλυτος εις δόξαν της Θεοτόκου. Και ούτως ετελείωσαν την ακολουθίαν και την θείαν λειτουργίαν μετ’ ευχαριστίας
και δοξολογίας. Εώρταζε δε ο αυτός Θεόδωρος την αυτήν ημέραν, τα τεσσαράκοντα της Θεοτόκου, οπού τον ιάτρευσε θαυμασίως, έως όλην του την ζωήν, και έκαμνε μεγάλας
πανηγύρεις. Και μετά θάνατον του αφήκε παραγγελίαν των συγγενών να κάμνωσι την αυτήν εορτήν. Και έως την σήμερον οι απόγονοι του, κατά το δυνατόν τους, επιτελούσι την
αυτήν πανήγυριν.
λειτουργίας και πανηγύρεις, όπου έκαμεν εις αυτό το Μοναστήριον, είχεν συνήθειαν και έπαιρνεν όλους του τούς συγγενείς και φίλους και επήγαιναν, ύστερα από την Κοίμησιν
της Θεοτόκου σαράντα ημέρας, όπου είναι η 24 Σεπτεμβρίου, και έκαμναν με ευλάβειαν λειτουργίαν και πανήγυριν εκεί. Και από τότε εσυνηθίσθη η εορτή αυτή να γίνεται και
εις όλην την νήσον.
Έτυχε, μετά καιρόν, και σφοδρώς ασθενήσας ο αυτός Θεόδωρος, εκατεστάθη παράλυτος, και κατέκοιτο εις τον κράββατον χρόνους πολλούς. Επειδή δε και αυτός κατά τον καιρόν,
διά την δεινήν αυτού ασθένειαν, δεν ηδύνατο να υπάγη εις την συνηθισμένην του εορτήν, έπεμπεν όμως πάντοτε τα παιδιά του και τούς συγγενείς του και έκαμε ευλαβώς την
πανήγυριν, με ελεημοσύνην πλουσιοπάροχον εις το Μοναστήριον. Η πίστις αυτού και η ευλάβεια δεν ωλιγόστευε ποτέ, μόνον και μακρόθεν από την κλίνην του μετά δακρύων
προσευχόμενος έλεγε:
—Κυρία μου Μυρτιδιώτισσα, ελέησον και εμένα τον αμαρτωλόν εσύ, όπου είσαι η βοήθεια των αβοηθήτων, η καταφυγή και επίσκεψις εκείνων όπου σε επικαλούνται, η σκέπη και η
προστασία εκείνων, όπου σε παρακαλούνε. Βοήθησον καμοί τω αμαρτωλω και αναξίω δούλω σου και αξίωσόν με της ποθούμενης υγείας, να έλθω σωματικώς καν τον ερχόμενον
χρόνον, πριν τελειώση η ζωή μου, να προσκυνήσω την αγίαν σου εικόνα.
Ταύτα και άλλα περισσότερα λόγια ευλαβείας έλεγε μετά δακρύων ο αυτός Θεόδωρος κάθε χρόνο. Και πάντοτε εδόξαζε και έκαμνε την εορτήν κατά την συνήθειαν.
Μετά δε χρόνους, πού ήτο παράλυτος, φθάνοντος του καιρού της συνηθισμένης εορτής, αφ’ ού έγινεν η χρειαζομένη ετοιμασία να κινήσουν όλοι, κράζει ο αυτός Θεόδωρος τα
παιδιά του και λέγει των κλαίων:
—Αδελφοί και τέκνα, φίλοι και συγγενείς, εγώ βλέπω τον εαυτόν μου εις αυτήν την πολυχρόνιον και πολύπονο παραλυσίαν και τρόπος ιατρείας δεν ευρίσκεται εις εμένα. Λοιπόν
παρακαλώ σας να ετοιμάσετε κράββατον, διά να με σηκώσετε να με πάρετε, καν με τους οφθαλμούς μου να ιδώ και να προσκυνήσω την αγίαν εικόνα της Κυρίας μου της
Μυρτιδιώτισσας. Ίσως κάμη ευσπλαγχνίαν εις εμένα τον άθλιον, καθώς κάμνει εις όλους, όπου την επικαλούνται.
Αυτοί δε ακούσαντες τέτοια λυπηρά λόγια πίστεως, ευλαβείας και κατανύξεως γέμοντα, ητοίμασαν τον κράββατον και τον επήραν υπό τεσσάρων αιρόμενον, και φέροντές τον εις
τον ναόν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών των Μυρτιδίων τον έθεσαν καθώς εζήτησεν έμπροσθεν της σεβασμίας Εικόνος.
Φθάσας εκεί, ευθύς σηκώσας τούς οφθαλμούς του προς την Θεοτόκον, ευλαβώς κλαίων έλεγε:
—Κυρία μου και Δέσποινα, βασίλισσα του ουρανού και της γής, εσύ είσαι η προφητευομένη Κόρη, πού εγέννησες τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον μονογενή Υιόν και λόγον
τού Θεού του ζώντος, και αειπάρθενος έμεινας και έλαβες τόσην χάριν, πού έγινες Μητέρα του Θεού του Υψίστου, τον οποίον κρατούσες ως βρέφος εις τάς αγκάλας σου, έχεις
τόσην εξουσίαν και το θέλειν και το δύνασθαι να δίδης κάθε χάριν, που σου ζητήσουν, ωσάν που έχεις εις τάς χειράς σου την αιτίαν πασών των χαρίτων. Εσύ, λοιπόν, όπου είσαι
η βοήθεια των αβοηθήτων, των ορφανών η προστασία, των ασθενών η ιατρεία, των θλιβομένων η παρηγορία, των κινδυνευόντων η σωτηρία, κάμε έλεος και εις εμένα. Μεσίτευσε
εις τον πολυεύσπλαγχνον μονογενή σου Υιόν, να ελεήση και εμένα τον αμαρτωλόν. Και καθώς πολλούς ασθενείς ιάτρευσε, πολλούς νεκρούς ανέστησε και παραλύτους ανώρθωσε
μόνον με τον θεϊκόν Του λόγον, όταν ήτο εις τον κόσμον, ούτω να κάμη και εις έμενα τον ταπεινόν. Σήμερον, όπου πανηγυρίζομεν οι αμαρτωλοί την τεσσαρακονθήμερον ενθύμησιν
της αγίας σου Κοιμήσεως, δείξε τα ελέη σου, δείξε την δυναστείαν σου εις έμενα, καθώς και εις άλλους, πολλούς έδειξες εις τοιαύτην αγίαν ημέραν. Πολλά γάρ ισχύει δέησις μητρός,
πρός ευμένειαν δεσπότου. Μή μου παρίδης τα δάκρυα. Μή μου παραβλέψης τούς στεναγμούς. Σπλαχνίσθητι το βάρος της μακράς μου ασθενείας, τούς μεγάλους και
ανυπομονήτους πόνους. Μή κωλύσωσι τα από νεότητός μου αμαρτήματα την άπειρον σου αγαθότητα, αλλά χάρισαί μοι την ζητούμενην και ποθουμένην υγείαν.
Οι συναθροισθέντες ακούοντες τέτοια παρακλητικά λόγια, όπου μετά δακρύων έλεγεν ο παράλυτος Θεόδωρος, έκλαυσαν και επαρακαλούσαν, διά την βοήθειάν του. Κατά την τάξιν
και ιερείς και λαϊκοί έψαλλαν την ακολουθίαν του εσπερινού και τα του όρθρου της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και ενώ έψαλλαν τον κανόνα εις τον όρθρον, εβγήκεν ένας από την
Εκκλησίαν, διά κάποιαν ανάγκην, και επιστρέφων μετά βίας εις εκείνους, οπού ήτον εις την Εκκλησίαν είπεν:
—Να ηξεύρετε, αδελφοί, πώς μου φάνηκε να ήκουσα πολλού λαού ταραχήν και θόρυβον προς το μέρος της θαλάσσης, ωσάν να έρχωνται προς τα εδώ.
Οι ακούσαντες εφοβήθησαν, επειδή το Μοναστήριον ευρίσκεται πλησίον εις την θάλασσαν, και συχνά επειράζετο από τούς κουρσάρους. Μάλιστα, από αυτόν τον δρόμον έβγαιναν
και έκαμναν πολλούς σκλάβους από τα περίγυρα χωρία. Εβγήκαν και άλλοι να βεβαιωθούν τα λεγόμενα, και γυρίζοντες είπαν και αυτοί τα όμοια, και ότι αυτή η ταραχή δεν είναι
άλλο, παρά βαρβάρων επιδρομή, όπου έρχονται να μας σκλαβώσουν.
Ακούσαντες οι υπόλοιποι έφυγαν όλοι, και άφησαν την ακολουθίαν και από τον φόβον άλλοι έπιασαν τα βουνά, άλλοι τον δρόμον, άλλοι εκρύφτηκαν εις τα κλαδιά. Επάσχισαν όλοι
να φυλαχθούν από τέτοιον κίνδυνον. Ήτο νύκτα ακόμη και δεν έβλεπαν τίποτε.
Ο παράλυτος Θεόδωρος, ωσάν όπου δεν ηδύνατο να φύγη εγκατελείφθη από όλους ως νεκρός εις την Εκκλησίαν και έστεκεν εκεί περίλυπος και καταφρονημένος, ωσάν να μη
είχεν ούτε τέκνα, ούτε άλλους συγγενείς, και κανείς δεν τού ωμίλησεν, αλλά εβιάζοντο ποιος να φύγη πρωτήτερα από τον άλλον. Δεν τού ανήγγειλαν την αιτίαν. Μόνον οπού ήκουσε
την σύγχυσιν της φυγής αυτών. Φοβούμενος και δειλιών, ωσάν απελπισμένος από κάθε ανθρωπίνην βοήθειαν, προσευχόμενος είπε μετά δακρύων μεγαλοφώνως:
—Ώ Παρθενομήτορ Μαρία, Θεοτόκε, Δέσποινα τού κόσμου και ελπίς εμού τού δυστυχισμένου, ιδού πάντες έφυγον, και εμέ μόνον αφήκαν και απέρριψάν με αβοήθητον. Διά τούτο
παρακαλώ την αγίαν σου χάριν να με βοηθήσης και να με σκεπάσης υπό την σκέπην των πτερύγων σου, διά να φύγω από τα άσπλαγχνα χέρια των αθέων βαρβάρων.
Ενώ δε ταύτα έλεγε μετά θερμών δακρύων, τού εφάνη ωσάν κάποιος να τού είπε:
—Σηκώσου και συ, Φεύγε. Και ούτως, ώ τού θαύματος! επέρασεν από την ενθύμησίν του, πώς δεν ήτο ασθενής και παράλυτος, και ολίγον σαλεύων από τον κράββατον, όπου
έκειτο, ήρχισε και έτρεχε, φεύγων και σπουδάζων να φθάση τούς άλλους, οπού έφυγαν και, μένων εξεστηκώς, ενόμιζεν, ότι έβλεπε όνειρον. Εις το διάστημα δε των γενομένων
έφθασεν η ημέρα. Και αυτός ο Θεόδωρος, μη βλέπων τινά ούτε από τούς βαρβάρους, οπού έλεγαν, ούτε από τούς Χριστιανούς, οπού ήλθαν εις την Εκκλησίαν, έστεκε με λογισμόν,
και γνωρίζων τον εαυτόν του υγιή, ωσάν να μη ειχέ ποτέ καμμίαν ασθένειαν περασμένην, κατενόησε τέλος πάντων και εγνώρισε την θαυμαστήν και απροσδόκητον βοήθειαν και
ιατρείαν, οπού η Δέσποινα και η Κυρία τού κόσμου έκαμνεν εις αυτόν και από την πολλήν χαράν οπού έλαβεν, ήρχισε και έλεγεν πολλήν ώραν τό:
—Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον. Δοξάζω σε Θεέ μου. Δοξάζω σε Παναγία μου. Δοξάζω, Δέσποινα μου, την ευσπλαχνίαν σου. Δοξάζω, Κυρία μου, την ελεημοσύνην μου, την
ευσπλαγνίαν σου. Δοξάζω, Κυρία μου, την ελεημοσύνην σου. Ευχαριστώ Μυρτιδιώτισσά μου χαριτωμένη, το όνομά σου το άγιον, εις την μεγάλην και υπερθαύμαστον βοήθειαν,
όπου εις εμένα τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλόν σου έδωκες, επειδή και γνωρίζω τον εαυτόν μου όλον υγιή, ο προ ολίγου ασθενής και παράλυτος.
Έπειτα εφώναζε τούς συγγενείς του, και έλεγε:
—Παιδιά μου, συγγενείς μου και φίλοι Χριστιανοί, έλατε να ευχαριστήσωμεν την Μυρτιδιώτισσαν, να δοξολογήσωμεν το αγιόν της όνομα, και μη φοβάσθε. Διότι εδώ δεν είναι εχθροί
βάρβαροι, όπως ενομίζατε. Μόνον να έλθετε να φρίξετε το εξαίσιον θαύμα, πού έκαμεν εις εμένα και να δοξάσωμεν την χάριν Της. Αυτοί δε ακούοντες τάς φωνάς από τον φόβον
τους, νομίζοντες ότι είναι από τούς εχθρούς πού φωνάζουν διά να τούς εξαπατήσουν, άλλοι με περισσότερον φόβον εκρύπτοντο εις τα βαθύτερα μέρη τού δάσους, και άλλοι
έφευγον τρέχοντες περισσότερον. Ο δέ Θεόδωρος μέ μεγαλυτέραν φωνήν έλεγεν:
—Έλατε, παιδιά μου.
Κράζων δε καθ’ ένα τ’ όνομά του έλεγεν:
—Εγώ είμαι ο πατέρας σας, πού ήμουνα παράλυτος, και η Κυρία μας με ιάτρευσε. Πλησιάστε, χωρίς φόβον, να ευχαριστήσωμεν την χάριν Της.
Ακούσαντες, λοιπόν τινές την φωνήν του, και γνωρίζοντές της και μη βλέποντες άλλο τινά, ειμή αυτόν μόνον, πλησιάζοντές τον, εγνώρισαν πώς είναι αυτός, ο πρώην παράλυτος.
Εφώναξαν, λοιπόν, ο ένας τον άλλον, και συνηθροίσθησαν άπαντες, και θεωρούντες αυτόν όλον γερόν και παντελώς υγιή, χωρίς κανένα σημάδι ασθενείας, έμειναν όλοι εκστατικοί
και έκραξαν το, «Κύριε ελέησον», και τον ηρώτησαν πώς ιατρεύθη. Ούτος δε διηγήθη καταλεπτώς τα πάντα ως άνωθεν.
Και λοιπόν γνωρίσαντες όλοι την φανεράν θαυματουργίαν της Θεομήτορος, εγύρισαν εις το Μοναστήριον μετ’ αυτού τού πρώην παραλύτου, σκιρτώντος και αγαλλομένου, και
έδωκαν δόξαν και ευχαριστίαν μετά χαράς μεγάλης εις την Υπεραγίαν, η Οποία, αν και αργή την βοήθειάν της, διά να ιδή την υπομονήν του παρακαλούντος, όμως δεν λησμονεί,
αλλ' εις ώραν, πού δεν ελπίζει τις, λαμβάνει την ποθουμένην υγείαν.
Αδύνατον είναι δε να φαντασθώμεν τα όσα έλεγεν ο ιατρευθείς παράλυτος εις δόξαν της Θεοτόκου. Και ούτως ετελείωσαν την ακολουθίαν και την θείαν λειτουργίαν μετ’ ευχαριστίας
και δοξολογίας. Εώρταζε δε ο αυτός Θεόδωρος την αυτήν ημέραν, τα τεσσαράκοντα της Θεοτόκου, οπού τον ιάτρευσε θαυμασίως, έως όλην του την ζωήν, και έκαμνε μεγάλας
πανηγύρεις. Και μετά θάνατον του αφήκε παραγγελίαν των συγγενών να κάμνωσι την αυτήν εορτήν. Και έως την σήμερον οι απόγονοι του, κατά το δυνατόν τους, επιτελούσι την
αυτήν πανήγυριν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου