Ἀρχιμανδρίτης Ἰωὴλ Κωνστάνταρος: Αὐτογνωσία - προϋποθέση ἐπιτυχίας

, , No Comments
Γράφει  Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
 
Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα Κυριακῆς A' Λουκᾶ  (Λουκ. ε' 1-11)
 
Ἀρκετὰ εἶναι τὰ ἐπαγγέλματα αὐτὰ ποὺ ὅσοι τὰ ἐξασκοῦν χρειάζεται νὰ ὑπολογίζουν καὶ σ' ἕνα ποσοστὸ ἀποτυχίας. Ἡ ἁλιεία ὅμως ἀπαιτεῖ μεγάλο βαθμὸ κόπου καὶ θυσίας καὶ συνάμα περιέχει μεγάλη πιθανότητα ἀπογοητεύσεως.  Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν πραγματικότητα βλέπουμε στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Α' Κυριακῆς το Λουκᾶ. Τὸ εὐαγγελικὸ κείμενο συγκινεῖ ἀλλὰ καὶ συγκλονίζει ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις, δοθέντος ὅτι πλέκεται κατὰ μοναδικὸ τρόπο ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία, παρὰ τὴν ἄριστη γνώση τοῦ ἐπαγγέλματος, μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὴν πνοὴ τῆς χάριτος. 
Μὲ τὸν ἀριστοτεχνικό του τρόπο ὁ θεόπνευστος Εὐαγγελιστὴς μᾶς περιγράφει τὰ συγκινητικὰ περιστατικά.  Εἶχε προηγηθεῖ ἡ ὁλονύκτιος κοπιαστικὴ προσπάθεια τοῦ Πέτρου καὶ τῶν συνεργατῶν του πρὸς  “ἄγραν ἰχθύων”. Τὰ ξημερώματα ὅμως δὲν εἶχαν μαζί τους παρὰ αὐτὰ ποὺ ἔσυραν τὰ δίκτυα, δηλ. τὴν πίκρα, τὴν ἀπογοήτευση καὶ τὴν ἀνείπωτη κούραση τῶν “μαστόρων” τοῦ ψαρέματος. 
Σ' ἕνα λοιπὸν ἀπὸ αὐτὰ τὰ πλοῖα, ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς, παρακαλώντας τὸν μεστωμένο καὶ ξάγρυπνο ψαρὰ νὰ τραβήξει λίγο το σκάφος του. Νὰ τὸ πάει λίγο πιὸ μέσα ἀπὸ τὴν στεριὰ ὥστε νὰ ὑπάρχει δυνατότητα ν' ἀκούουν τὸν....
λόγο τοῦ Κυρίου ὅλοι ὅσοι βρίσκονταν στὴν ἀκρογιαλιά. 
Φαίνεται πὼς ἀρκετὲς φορὲς ὁ Θεὸς περιμένει νὰ ἐξαντληθοῦν ὅλες οἱ  ἀνθρώπινες δυνάμεις, ὅλες οἱ γνώσεις καὶ οἱ ἱκανότητες ὥστε νὰ κάνει τὴ δική του παρέμβαση. Φαίνεται πὼς στὶς ἐκλεκτὲς ψυχὲς ὄντως “ἡ χάρις ἐν ἀσθενεία τελειούται”. 
Καὶ ἕως ἐδῶ ὅλα φαίνονταν φυσιολογικά. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ φώτιζε τὰ πλήθη καὶ στάλαζε βάλσαμο στὶς καρδιὲς τῶν ταλαίπωρων ψαράδων. Σὲ λίγο ὅμως οἱ μαθητὲς θὰ περάσουν στὸ χῶρο τοῦ ὑπερφυσικοῦ. Ἡ λογικὴ καὶ ἡ ἐμπειρία δὲν μποροῦν παρὰ νὰ ἀντιδροῦν στὴν ἐντολὴ ἔστω καὶ ἐσωτερικὰ καὶ ἀνέκφραστα. Εὐτυχῶς ὅμως, ἡ πίστις καὶ ἡ ἔμπρακτη ὑπακοὴ σπάζουν τὸ τεῖχος τῆς λογικοκρατίας καὶ ἀνοίγουν τοὺς μαθητὲς στὸ πέλαγος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐμπειρίας τῆς πίστεως. Τῆς ἀγάπης καὶ τῆς πίστεως ποὺ ἐνώπιόν τους τίποτε ἀπολύτως δὲν παραμένει ἀδύνατο. 
 
Ἀλλ' ἃς ἀκούσουμε μέσα στὴν ὕπαρξή μας τὸν διάλογο ποὺ ἀποτυπώνει ὁ Ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. “Ως δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα• ἐπαναγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. Καὶ ἀποκριθεῖς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτὼ• ἐπιστάτα, δὶ' ὅλης τς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν• ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον” (Λουκ. Ε' 4-5). Δηλ. ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἔπαυσε νὰ ὁμιλεῖ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα• φέρε πάλιν τὸ πλοῖο στὰ βαθιὰ νερὰ τῆς λίμνης καὶ ρίξτε τὰ δίκτυά σας γιὰ νὰ πιάσετε ψάρια. Καὶ ὁ Σίμων ἀπεκρίθη καὶ τοῦ εἶπε• Διδάσκαλε, ὅλην τὴ νύκτα κοπιάσαμε ρίχνοντας τὰ δίχτυα καὶ δὲν πιάσαμε τίποτε. Ἀφοῦ ὅμως τὸ διατάζεις, μὲ τέλεια πεποίθηση καὶ ὑπακοὴ στὸ λόγο σου θὰ ρίξω τὸ δίκτυ. 
Αὐτὸ ἦταν. Σὲ λίγη ὥρα ἡ ψαριὰ ἦταν τόση πολλὴ ποὺ κινδύνευε νὰ σπάσει τὸ δίχτυ τους. “Συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολὺ” καὶ “διερρήγνυτο τὸ δίκτυον”. Ἀλλὰ μπροστὰ σ' αὐτὸ τὸ γεγονός, ὁ παρορμητικὸς Πέτρος, τὸ “στόμα τῶν Ἀποστόλων”, τὰ χάνει καὶ φαινομενικῶς ἐκφράζεται παράδοξα. Νὰ σταθοῦμε ὅμως στὸ σημεῖο αὐτό.
Πράγματι, ἐνώπιον τοιούτων ὑπερφυσικῶν καταστάσεων, καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνειδητοποιεῖ ὅτι βρίσκεται ἐνώπιον αὐτῆς τῆς παρουσίας τοῦ Θεανθρώπου, βιώνει τόσο ἔντονες καταστάσεις καὶ μάλιστα ἀλληλοσυγκρουόμενες, ὥστε δὲν γνωρίζει πῶς νὰ ἐκφραστεῖ, τί νὰ ζητήσει ἢ καὶ πῶς νὰ σιωπήσει. “Έξελθε ἀπ' ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλὸς εἰμί”. Κύριε, φύγε ἀπὸ τὸ πλοῖο μου, φύγε ἀπὸ κοντά μου. Δὲν ἀντέχω. Εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός. 
 
Τὸ θάμβος καὶ τὸ δέος ποὺ βιώνει ὁ ἄνθρωπος στὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι κάτι τὸ μοναδικὸ καὶ ἀπερίγραπτο. Κάνει τὴν ψυχὴ νὰ αἰσθάνεται πὼς ὅ,τι καὶ νὰ πεῖ, ὅπως καὶ νὰ ἐκφραστεῖ, εἶναι μηδενικὸ ἢ καὶ ἔνοχο. Καὶ ὁμολογουμένως θὰ πρέπει ὅλοι μας νὰ παραδεχθοῦμε ἀλλὰ καὶ νὰ ὁμολογήσουμε ἐνώπιον Κυρίου Παντοκράτορος τὴν ἁμαρτωλότητά μας. Νὰ αἰσθανόμαστε ὅτι ὄντως ὁ Κύριος δὲν μπορεῖ νὰ παραμένει πλησίον τς ρυπαρότητάς μας. Συγχρόνως ὅμως νὰ τὸν παρακαλοῦμε ἐκ μέσης καρδίας νὰ μὴ μᾶς ἐγκαταλείψει ποτέ. Ἀλλοίμονο δὲ ἐὰν ὁ Κύριός μας καὶ Θεὸς μᾶς “ἀποστὴ ἀφ' ἠμών”. 
 
Κύριε, εἶμαι ἀνάξιος του οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Ὅμως Κύριε Ἰησοῦ ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ ὀνόματός Σου καὶ τῆς σταυρικῆς Σου θυσίας, “ἀποστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μοὺ” πλὴν ὅμως “μὴ ἀπορρίψεις ἠμᾶς ἀπὸ τῆς ἀγάπης Σου”. 
Ἀλήθεια, πόσες φορὲς ὁ ἄνθρωπος ποὺ ποθεῖ τὸν Ἰησοῦ καὶ ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν του, ὅταν ἡ χάρις τὸν ἀγγίζει μὲ τοὺς τρόπους ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς γνωρίζει γιὰ τὴν κάθε ὕπαρξη, πόσες φορὲς ζωντας αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν κατάσταση τοῦ Πέτρου, δὲν λέγει τὰ συγκλονιστικὰ λόγια τοῦ Ἰώβ: “Κύριε, ἀκοὴν μὲν ὠτὸς ἤκουόν σου τὸ πρότερον, νυνὶ δὲ ὁ ὀφθαλμός μου ἐώρακέ σε. Διὸ ἐφαύλισα ἐμαυτὸν καὶ ἐτάκην, ἤγημαι δὲ ἐμαυτὸν γῆν καὶ σποδόν” (Ἰὼβ ΜΒ' 5-6). Δηλ. Κύριε, ἄκουγα μὲν πρωτύτερα μὲ τὰ αὐτιά μου περὶ τὴν ἀλήθειάν σου ἀπὸ τοὺς ἄλλους, τώρα ὅμως σὲ ἔχω δεῖ μὲ τὰ ἴδια μου τὰ μάτια. Καὶ κατόπιν τῆς γνώσεως πού μου μετέδωσες, ἐξουδένωσα καὶ ἐλεεινολόγησα τὸν ἐαυτόν μου καὶ συνετρίβην ἀπὸ τὴν συναίσθηση τῆς πλάνης μου. Θεωρῶ δὲ τώρα τὸν ἑαυτό μου χῶμα καὶ στάκτη”. 
Ναί, αὐτὴ εἶναι ἡ θέση τῶν ἁγίων στὴν πρώτη τους προσωπικὴ συνάντηση μὲ τὸν Ἰησοῦ.  Τόσο ἡ Ἁγία Γραφή, ὅσο καὶ τὰ ἱερά μας συναξάρια, ἀποτυπώνουν πολὺ ἐναργὼς αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Αὐτοὺς ποὺ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τοὺς ἑτοιμάζει ἐκ κοιλίας μητρὸς γιὰ ἕνα ἰδιαίτερο ἔργο μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ μέσα στὴν κοινωνία, μπροστὰ στὴν Θεοφάνεια νιώθουν αὐτὸ τὸ φαινομενικῶς ἀντικρουόμενο. Ἕνα ὄχι ἁπλῶς συναίσθημα, ἀλλὰ τὴν οὐσία τῆς ζωῆς. Ὑφαίνονται δέος καὶ χαρά, θάμβος καὶ φόβος, προβάλλοντας τὰ προσωπικά τους μειονεκτήματα. “Κύριε, οὒχ ἱκανὸς εἰμὶ πρὸ τῆς χθές, οὐδὲ πρὸ τῆς τρίτης ἡμέρας, οὐδὲ ἀφ' οὐ ἤρξω λαλεῖν τῷ θεράποντι σοὺ• ἰσχνόφωνος καὶ βραδύγλωσσος ἐγὼ εἰμὶ” θὰ τονίσει ὁ Μωυσῆς (Ἐξοδ. Δ' 10). Δηλ. Ώ, Κύριε, σὲ παρακαλῶ! Δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ ὁμιλῶ. Ὄχι δὲ ἀπὸ χθὲς ἡ προχθές, οὔτε ἀφ' ὅτου ἄρχισες νὰ ὁμιλεῖς εἰς ἐμὲ τὸν δοῦλον σου, ἀλλὰ πάντοτε ἤμουν ἀδύνατος εἰς τὴν ὁμιλίαν. Εἶμαι βραδύγλωσσος. Δύσκολα ὁμιλῶ. 
 
Ἀλλ' αὐτὸ εἶναι τὸ ὑπόβαθρο ἐπάνω στὸ ὁποῖο ἔρχεται νὰ ἀναπαύεται, νὰ ριζώνει καὶ νὰ αὐξάνει ἡ οὐράνια κλήση. Ἡ κλίση ποὺ ζυμώνεται μὲ δάκρυα καὶ ποτίζεται μὲ τὸν ἱδρώτα καὶ τὸ αἷμα τῆς αὐτοσυνειδησίας... Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἔρχεταί το “μὴ φοβοῦ, ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔση ζωγρών”.  Μὴ φοβᾶσαι, Πέτρο, ἀπὸ τὴ στιγμὴ αὐτὴ δὲν θὰ ψαρεύεις ἰχθεῖς, ἀλλὰ θὰ ἁλιεύεις ἀνθρώπους. Καὶ θὰ μᾶς σημειώσουν οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευτὲς ὅτι τὸ πλῆθος τῶν ἰχθύων, ἦταν τύπος τῆς μεγάλης ἄγρας τῶν ἀνθρώπων καὶ προμήνυμα τοῦ πολλοῦ πλήθους ὅλων αὐτῶν ποὺ θὰ σαγηνευθοῦν ἀπὸ τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων. Ἐννοεῖται δὲ ὅτι ἐνώπιόν της κλήσεως αὐτῆς, ὅλα τ' ἄλλα ὄχι ἁπλῶς ἀποκτοῦν δευτερεύουσα σημασία, ἀλλὰ στὴν κυριολεξία χάνονται καὶ ἐκμηδενίζονται. Ἔτσι τουλάχιστον θὰ πρέπει νὰ συμβαίνει. Καὶ ναὶ μὲν ὁ κάθε πιστὸς ἔχει τὴν γενικὴ κλήση τῆς ἁγιότητας, ἀλλὰ καὶ τὴν προσωπική του καὶ ἰδιαίτερη κλήση γιὰ νὰ κατορθώσει τὸν σκοπό του. Τὸ θέμα ὅμως εἶναι νὰ ἔχουμε ἀνοιχτὴ τὴν καρδιὰ καὶ τοὺς ὁρίζοντες ὥστε διὰ τῆς ὑπακοῆς νὰ περάσουμε στὴν ὑπὲρ φύση κατάσταση. Στὴν κατάσταση δηλ. ἡ ὁποία μᾶς ἀποκαλύπτει τί ἀκριβῶς ζητᾶ ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ ἐμᾶς. Ποιὰ θὰ εἶναι ἡ ἀποστολή μας καὶ ποιὰ ἡ μέθοδος τοῦ σκοποῦ ποὺ εἶναι ἡ πορεία πρὸς τὸ καθ' ὁμοίωσιν.
 Τὸ μόνο πάντως βέβαιον, ἀλλὰ καὶ ἡ μόνη ἀσφαλὴς ὁδὸς στὸ θέμα αὐτὸ εἶναι ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας. 
Καὶ ὅλα τ' ἄλλα; Ὅλα τ' ἄλλα ἃς τ' ἀφήσουμε στὰ χέρια τοῦ Μεγάλου Ψαρὰ ποὺ θέλει νὰ μᾶς σαγηνεύσει στὸ δίχτυ τῆς χάριτος καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει τῆς ἐπουρανίου Του Βασιλείας.
Ἀμήν.
 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου